Τότε πάρτους στο σπίτι σου εσύ, που είσαι τόσο φιλάνθρωπος». Αυτή ήταν η φράση που άκουγα συχνά από φίλους και γνωστούς σε συζητήσεις για το μεταναστευτικό.
Γιατί αρνούμαι να κατανοήσω τους φόβους και τις ανησυχίες των ανθρώπων για την κατάσταση. Γιατί νομίζω ότι η πολιτική του Seehofer για το άσυλο είναι επικίνδυνη. Και γιατί το βρίσκω χυδαίο να νομιμοποιούμε τους πρόσφυγες που έχουν ξεφύγει από τον πόλεμο, αλλά απεχθανόμαστε τους οικονομικούς πρόσφυγες και τους φερόμαστε σαν παράσιτα.
«Προφανώς το σύστημα έχει αποτύχει. Και έπρεπε να αποφασίσω αν θα ένιωθα αγανακτισμένη και στρεφόμουν εναντίον αυτών που απέτυχαν, ή απλά θα φιλοξενούσα αυτή την οικογένεια»
Αυτά είναι ανοησίες. Είναι μια ενοχλητική προσπάθεια να κάνεις τους ανεκτικούς ανθρώπους να σωπάσουν. Μπορείς να βοηθήσεις τους πρόσφυγες με πολλούς τρόπους, κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να μείνει μαζί τους κάτω από την ίδια στέγη. Ούτε καν οι «ανήσυχοι πολίτες».
Πριν μερικές εβδομάδες συνέβη: προσέφερα φιλοξενία σε τέσσερις πρόσφυγες. Και δε θα ξεχάσω ποτέ αυτά που έμαθα από αυτή την εμπειρία.
Οι Marija, Predrag, Velko και Marco είναι από τη Σερβία. Είναι Ρομά, και δέχονταιδιακρίσεις εξαιτίας της καταγωγής τους στην ίδια τους τη χώρα. Τους γνώρισα σε ένα κέντρο αρωγής στο Βερολίνο. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, και υποσχέθηκα στη Marija ότι θα μπορούσε να έρθει σε επαφή μαζί μου αν χρειαζόταν βοήθεια.
Αλλά δεν περίμενα ποτέ να την αντικρίσω με το σύζυγό της και τους δυο γιους της στα σκαλοπάτια μου, παγωμένους από το κρύο και μουσκεμένους.
Η οικογένεια δεν είχε μέρος να κοιμηθεί. Για 18 ατέλειωτες ώρες μετακινούνταν με το λιγοστό βιός τους από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο. Κανείς δεν τους δεχόταν. Είμαστε πλήρεις, τους έλεγαν. Ακόμα και από τον αστυνομικό σταθμό τους έδιωξαν. «Εξαφανιστείτε! Φύγετε από δω!», τους φώναξε ένας αστυνομικός. Και ναι, το άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά, γιατί η Marija μιλούσε μαζί μου στο τηλέφωνο όταν συνέβη αυτό.
Προφανώς το σύστημα έχει αποτύχει. Και έπρεπε να αποφασίσω αν θα ένιωθα αγανακτισμένη και στρεφόμουν εναντίον αυτών που απέτυχαν, ή απλά θα φιλοξενούσα αυτή την οικογένεια.
Αποφάσισα να τους φιλοξενήσω. Ήθελα να αποδείξω ότι η Γερμανία δεν είναι απλά μια χώρα ηλιθίων που βάζουν εμπρηστικούς μηχανισμούς σε καταφύγια προσφύγων. Ήθελα να τους δείξω ότι η Γερμανία είναι επίσης μια χώρα γεμάτη καλούς ανθρώπους, και ότι δεν θα έπρεπε να φοβούνται τους Γερμανούς.
Δεν είχα καταλάβει όμως ότι κι εγώ η ίδια θα άλλαζα μέσα από αυτή την εμπειρία. Για παράδειγμα, ευαισθητοποιήθηκα για θέματα που νόμιζα πως ήταν αυτονόητα, παρότι δεν είναι.
Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βάλω τα δύο αγόρια στη μπανιέρα. Έτρεμαν από το κρύο από της κακοτυχίες που περνούσαν. Και ήταν βαθιά αναστατωμένα από τις εμπειρίες που είχαν τους τελευταίους δύο μήνες. Δεν το καταλάβαινα μόνο από τη σιωπή τους, το έβλεπα και στον πόνο που έκρυβαν τα μάτια τους.
Η οικογένεια είχε ζήσει σε ένα καταφύγιο έκτακτης ανάγκης στο Βερολίνο με άλλους 300 πρόσφυγες. Υποτίθεται πως οι πρόσφυγες ζουν εκεί μόνο για μερικές μέρες. Ζούσαν εκεί χωρίς δουλειά, νερό ή πόρτες. Και κυρίως, χωρίς ιδιωτική ζωή.
Είδα την ευγνωμοσύνη στα μάτια των παιδιών για το γεγονός ότι ζούσαν σε ένα διαμέρισμα. Ο Marco άγγιζε ό,τι μπορούσε. Κοιτούσε με περιέργεια, εξερευνούσε το χώρο, ήταν απλά εκστασιασμένος.
Το πρώτο πράγμα που ανακάλυψε ήταν η βρύση. Την άνοιγε και άφηνε το κρύο νερό να τρέχει στα χέρια του. Ήταν απίστευτα ευτυχισμένος. Ήταν σα να έβλεπε τρεχούμενο νερό για πρώτη φορά!
Ο αδερφός του ο Velko είχε ενθουσιαστεί με την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Την άνοιγε και μετά την έκλεινε. Την άνοιγε και την έκλεινε ξανά και ξανά. Και δεν το έκανε από βαρεμάρα. Το απολάμβανε πραγματικά: να ανοιγοκλείνει την πόρτα. Ένα δικό του δωμάτιο. Για αυτόν, για τον αδερφό του, για τους γονείς του. Στο καταφύγιο, το μόνο που τους χώριζε από τους υπόλοιπους πρόσφυγες ήταν μια λεπτή κουρτίνα. Κανένας ιδιωτικός χώρος, καμία κανονικότητα. «Κάθε οικογένεια χρειάζεται μια πόρτα», είπε ο Velko σε σπαστά αγγλικά.
Η Marija και ο σύζυγός της ο Predrag έδειχναν επίσης ανακουφισμένοι. Στο σπίτι μου, μπορούσαν επιτέλους να ξεχνούν το συναίσθημα της απόγνωσης που ένιωθαν τις τελευταίες εβδομάδες. Επιτέλους.
Η Marija έφτιαξε σέρβικο φαγητό, έπλυνε τα πιάτα, και μάζεψε το τραπέζι. Δε μπορούσα να τη σταματήσω. «Σοφία, σε παρακαλώ, άσε με να το κάνω. Επιτέλους μπορώ να κάνω κάτι. Είμαι τόσο ευγνώμων». Ευγνώμων: για πράγματα που εμάς μας ενοχλούν. Για πράγματα που δε θέλουμε να κάνουμε, και για τα οποία συχνά γκρινιάζουμε.
Ο Predrag σκούπισε την ταράτσα και έβγαλε τα σκουπίδια. Έτσι απλά. Το έκανε γιατί ήθελε να νιώσει και πάλι χρήσιμος. Δε μπορούσαμε να μιλήσουμε, γιατί δε μιλούσε αγγλικά. Αλλά τα δάκρυα στα μάτια του σχημάτιζαν τα πιο δυνατά νοήματα.
Μόλις βάλαμε τα παιδιά για ύπνο, καθίσαμε μαζί στο τραπέζι, αργά μέσα στη νύχτα. Μιλήσαμε, γελάσαμε και κλάψαμε μαζί.
Ρώτησα τη Marija τι ήθελε περισσότερο για αυτήν και την οικογένειά της. Πήρε μαλακά το χέρι μου και με κοίταξε στα μάτια: «Σοφία, το μόνο που θέλω είναι ένα μικρό δωμάτιο για την οικογένειά μου. Ένα τραπέζι για να τρώμε μαζί. Και ένα κρεβάτι για να μοιραζόμαστε. Δεν ήρθα στη Γερμανία για να γίνω εκατομμυριούχος. Ήρθα εδώ γιατί ήθελα να ζω σαν άνθρωπος. Να είμαι ευτυχισμένη».
Και η αλήθεια είναι ότι αυτή είναι η ευχή που κάνει ο καθένας, είτε είναι από τη Γερμανία, είτε από τη Συρία είτε είναι οικονομικός μετανάστης. Να είναι ευτυχισμένος και να παλεύει για μια καλύτερη ζωή.
Σε ευχαριστώ Marija για την υπενθύμιση.
*Το άρθρο αρχικά δημοσιεύθηκε στη HuffPost Germany και μεταφράστηκε στα Ελληνικά.
Πηγή:http://www.huffingtonpost.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου